SEARCH AND PRESS ENTER
Dimitris Perdikidis

Dimitris Perdikidis

Greek
1922-1989

Βιογραφία

Η ευρείας διάδοσης και διεθνούς απήχησης ισπανική ζωγραφική, με επιφανέστερους εκπροσώπους της τον Κρητικό Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (1541-1614), που έμεινε στην ιστορία της τέχνης με το προσωνύμιο El Greco, και τον αρκετά μεταγενέστερό του Francisco Goya (1746-1828), χωρίς να υποτιμάται μεταξύ άλλων η προσφορά των Velázquez (1599-1660), Murillo (1617-1682), Sorolla (1863-1923), Solana (1866-1945), Tàpies (1923-2012), καθώς και επιφανών εκπροσώπων των κινημάτων του μοντερνισμού, κυρίως του κυβισμού και του υπερρεαλισμού στον 20ο αιώνα, Picasso (1881-1973), Gris (1887-1927), Miró (1893-1983), Dali (1904-1989), έμελλε να αποτελέσει το εύφορο εκείνο πεδίο όπου θα αναπτυχθεί το προσωπικό ύφος και του Φαληριώτη –με κρητική, όπως έλεγε, καταγωγή–  ζωγράφου και χαράκτη, Δημήτρη (Μίμη) Περδικίδη. Ο Περδικίδης γεννήθηκε στις 4/7/1922 και ο πατέρας του Λεωνίδας πέθανε νέος, αφού έζησε πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια και στρατεύτηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ η μητέρα του Mathilde Vaise ήταν Γαλλίδα από την Αλσατία-Λωρραίνη. Στο Νέο Φάληρο, όπου μεγάλωσε σε ένα σπίτι από τα πιο ζεστά και φιλόξενα της περιοχής, από το 1926 και μετά συρρέουν Μικρασιάτες πρόσφυγες με συνέπεια να διαμορφωθεί σε μια περιοχή με έντονο το στοιχείο της εργατικής τάξης. Ως παιδί ο Περδικίδης σχεδιάζει ασταμάτητα, όπως επιβεβαιώνει τετράδιο ιχνογραφίας του από το 1933, το οποίο εκδόθηκε το 2003 από την ιστορικό της τέχνης Μαρία Κοτζαμάνη. Μαθητεύει στα Μεικτά Γυμνάσια Μοσχάτου και το 1942 εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου παρακολουθεί τα μαθήματα του Ανδρέα Γεωργιάδη (1892-1981), γνωστού ως ο Κρης, και του Ουμβέρτου Αργυρού (1884-1963). Από εκείνη την περίοδο ο ίδιος θα ξεχωρίσει πάντως τους ζωγράφους Κ. Παρθένη (1898-1967) και Δ. Μπισκίνη (1891-1947), τον ιστορικό τέχνης Π. Πρεβελάκη (1909-1986) και τον χαράκτη Γ. Κεφαλληνό (1894-1957). Λαμβάνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και σύμφωνα με μαρτυρίες στέλνεται σε στρατόπεδο στην Αίγυπτο, στο Ελ Ντάμπα, κατά τα Δεκεμβριανά. Θα αποφοιτήσει από τη Σχολή με πολλές διακρίσεις το 1950. Στο μεταξύ θα ζήσει την τραγωδία του Εμφυλίου, μάλιστα, σύμφωνα με συνέντευξή του (περ. Αλεξίσφαιρο, τχ. 14, Μάρτιος-Απρίλιος 1988), είχε κάνει εξορία στην Ικαρία μαζί με τον επιφανή τεχνοκρίτη και θερμό υποστηρικτή του έργου του Τώνη Σπητέρη (1910-1986). Εκείνη την περίοδο, λόγω της χαρακτηρισμένης «αντεθνικής του δράσης» και των πολιτικών του φρονημάτων, θα φιλοτεχνήσει προσωπογραφίες επιφανών Αθηναίων για να επιβιώσει (βλ. Η. Μόρτογλου, «Κοινωνική μαρτυρία ενός πρωτοπόρου δημιουργού», Ριζοσπάστης, 21/4/2002). Παράλληλα θα συνδεθεί φιλικά με τον Δημοσθένη Κοκκινίδη (1929-2020), τον οποίον εκείνος και ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) παρότρυναν να σπουδάσει ζωγραφική. Τέλος, για έξι μήνες, θα μπαρκάρει ως ναύτης σε ισπανικό πλοίο, με Βάσκο καπετάνιο από τον Μπιλμπάο, όπου μαθαίνει γρήγορα να μιλάει ισπανικά, χάρη στην έφεσή του στις γλώσσες.

Με τη μεσολάβηση καθολικού Ισπανού κληρικού ο Περδικίδης θα φύγει τελικά με μια διετή υποτροφία της ισπανικής κυβέρνησης για τη Μαδρίτη το 1953, για να παρακολουθήσει σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο. Το 1954 θα τον ακολουθήσει –παρά την αντίθετη γνώμη των γονιών της– η Ελένη Ολιβιέρη, από οικογένεια εύπορων εμπόρων, με σπουδές παιδοψυχολογίας στη Γενεύη δίπλα στον πρωτοπόρο Ελβετό επιστήμονα Jean Piaget που την ήθελε για βοηθό του, με την οποία συνάπτουν γάμο το 1955. Το 1956-‘57 εγγράφεται στην Εθνική Σχολή Γραφικών Τεχνών της Ισπανίας στα μαθήματα λιθογραφίας και καλλιτεχνικής εκτύπωσης, λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο στη λιθογραφία, ενώ, παράλληλα, σπουδάζει και συντήρηση έργων τέχνης. Η πρώτη του έκθεση στην Ισπανία γίνεται στη γραφική πόλη Κουένκα, το 1954, της οποίας τους εντυπωσιακούς βράχους με τα κρεμαστά σπίτια και τους κάμπους ζωγράφισε με ενθουσιασμό. Προηγουμένως, είχε εκθέσει έργα του, το 1953, στη “Δ’ Πανελλήνια Έκθεσις” της Αθήνας (θα συμμετάσχει και στις Πανελλήνιες του ’56 και του ’57). Στο εξής θα εκθέτει σχεδόν κάθε χρόνο, παρουσιάζοντας το έργο του σε συνολικά περίπου 35 ατομικές εκθέσεις, κυρίως στην Ισπανία και τη Μαδρίτη, όπου θα οργανώσει την πρώτη του ατομική στην Αίθουσα της Γενικής Διευθύνσεως Καλών Τεχνών το 1957, για να ακολουθήσουν πολλές ακόμα (Γκαλερί Buchholz 1958∙ Αίθουσα Nebli 1960∙ Ateneo 1961 και 1967∙ Γκαλερί Seiquer 1971 και 1973∙ Γκαλερί Ynguanzo 1975 και 1980). Στη Μαδρίτη είχε επαφές και με την γκαλερίστα Juana Mordó, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, που είχε σημαντική συμβολή στην ανάδειξη των πρωτοπόρων καλλιτεχνών της ομάδας «El Paso» μέσα από την γκαλερί Biosca, όπου ο Περδικίδης εξέθεσε έργο του το 1960, και την γκαλερί που πήρε το όνομά της αργότερα (όπου ο Περδικίδης συμμετείχε σε ομαδική το 1965). Το 1960 εκθέτει στην Ύδρα στην γκαλερί «Κλειώ» και στο Λονδίνο στην γκαλερί «Woodstock», και τo 1961 στην Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο, καθώς και στην έκτη Μπιενάλε του Σάο Πάολο με την ισπανική αντιπροσωπεία. Το 1961 βραβεύεται από τον σύλλογο κριτικών του Ateneo της Μαδρίτης και λαμβάνει το αργυρό μετάλλιο στο «Διεθνή διαγωνισμό αφηρημένης τέχνης» στη Λοζάνη. Το 1962 εκθέτει στο Χίλτον, στην πρώτη του ατομική στην Ελλάδα, το 1963 στην «Αίθουσα αρχιτεκτονικής» (όπου θα εκθέσει και τα έτη 1964, ’65, ’66) στην Αθήνα (στην έκθεση Τέσσερεις Έλληνες καλλιτέχνες), καθώς και στην έκθεση «Είκοσι αλλοδαποί ζωγράφοι στην Ισπανία» στη Βαρκελώνη. Το 1964 εκθέτει στο Παλάτι Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες και στο Χίλτον στην έκθεση Εννέα Έλληνες καλλιτέχνες. Το ίδιο έτος συμμετέχει στην 33η Biennale της Βενετίας μαζί με τον Genovés (1930-2020), στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης και στην έκθεση Ελληνική σύγχρονη τέχνη στις Βρυξέλλες. Το 1965 παρουσιάζει έργα του στη Στοκχόλμη και στο Σαν Φρανσίσκο. Το 1966 συμμετέχει για δεύτερη συνεχόμενη φορά στην Biennale της Βενετίας, πάλι στο ισπανικό περίπτερο. Επίσης, το ίδιο έτος, παρουσιάζεται έκθεση του έργου του στη γκαλερί «Άστορ» της Αθήνας (Οχτώ Έλληνες καλλιτέχνες του εξωτερικού), στην γκαλερί «Κλειώ» και στη Μακεδονική καλλιτεχνική εταιρεία «Τέχνη». Το επόμενο έτος εκθέτει στο Μουσείο Rath της Γενεύης (Art Hellénique Contemporain), καθώς και στην γκαλερί Defacqz στις Βρυξέλλες. Το 1968 έργα του παρουσιάζονται στην γκαλερί «Grises» στο Μπιμπάο και το 1969 στην «Fleisher Anhalt Gallery» στο Λος Άντζελες. Το 1970 εκθέτει στη Λευκωσία και στην Ιμπίθα. Το 1971 οργανώνεται έκθεση με έργα αντιδικτατορικού περιεχομένου στην «Αίθουσα Τέχνης Αθηνών» στο Χίλτον (όπου θα εκθέσει επίσης και το 1972) και το 1973 εκδίδεται λεύκωμα 10 μεταξοτυπιών του για την ποιητική συλλογή «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου. Το 1978 συμμετέχει στην περιοδεύουσα έκθεση «Κριτικός Ρεαλισμός» στην Ισπανία. Από εκείνη την περίοδο θα οργανώνονται πιο συχνά ατομικές του εκθέσεις στην Ελλάδα (1974 Αίθουσα Τέχνης Αθηνών με πρόλογο του Ρίτσου∙ 1977 Αίθουσα Τέχνης Δεσμός∙ 1985 Αίθουσα Τέχνης «Νέες Μορφές»∙ 1985 Αίθουσα Τέχνης Σταυρακάκη, Ηράκλειο∙ 1986 «Πνευματικό Κέντρο Π. Φαλήρου»∙ 1988 «Νέες Μορφές»∙ 1989 «Εποχές», Κηφισιά, «Σπιτί της Κύπρου», Αθήνα, «Σταυρακάκης», Ηράκλειο). Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι, μετά και τον αδόκητο χαμό της συζύγου του το 1981, και μετά από μια περίοδο περίπου δύο ετών κατά την οποία απείχε από την καλλιτεχνική δημιουργία, αποφασίζει να επιστρέψει οριστικά στην Αθήνα το 1985. Εκείνη την περίοδο συμμετέχει σε ομαδικές, το 1985 στο πλαίσιο της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης στην Αθήνα στις Αίθουσες Τέχνης «Επίπεδα», το 1987 στην Πανελλήνια στο Κέντρο Ο.Λ.Π. στον Πειραιά, το 1988 στην έκθεση «Σύγχρονη Ισπανική Χαρακτική» (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά) και στην έκθεση «Έργα-Γεγονότα» στο Κτήριο Κωστή Παλαμά για τα 70 έτη του Κ.Κ.Ε., καθώς και το 1989 στο «Σπίτι της Κύπρου», μεταξύ άλλων. Το έργο του στην Ελλάδα ανέδειξαν κυρίως, εκτός από τη Μαρία Κοτζαμάνη και τον Τώνη Σπητέρη που αναφέρθηκαν, οι Έφη Ανδρεάδη, Ελένη Βακαλό, Ντιάνα Αντωνακάτου και Βεατρίκη Σπηλιάδη. Το 1985 έβαλε υποψηφιότητα για καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ., αλλά έλαβε θετική ψήφο μόνο από τον Δ. Κοκκινίδη και δεν εκλέχθηκε. Το 1987 του απονεμήθηκε αναμνηστικό μετάλλιο για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. Πεθαίνει στην Κηφισιά, στις 30/12/1989, δύο μήνες αφού απέκτησε το δικό του εργαστήριο. Μετά τον θάνατό του έχουν γίνει εκθέσεις του έργου του το 2002 στη Θεσσαλονίκη (Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης), το 2003 και το 2014 στην Αθήνα (Α.Σ.Κ.Τ. και Ινστιτούτο Θερβάντες), το 2010 στα Χανιά (Δημοτική Πινακοθήκη) και το 2014 στον Πειραιά (Ίδρυμα Λασκαρίδη). Έργα του βρίσκονται σε συλλογές μουσείων στις Ή.Π.Α. (Evansville Museum στην Ιντιάνα, De Witte Memory Museum στο Σαν Αντόνιο, Peabody Museum στο Νάσβιλ, University Museum στο Σαιντ Λούις) και στις Βρυξέλλες (Musée Royal des Beaux Arts, Musée des Beaux Arts d’Ixelles), καθώς και στην Ελλάδα σε μουσεία (Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μουσείο Βορρέ, Εθνική Πινακοθήκη Ρόδου, Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά) και σε ιδιωτικές συλλογές και ιδρύματα (Ίδρυμα Κωστόπουλου, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, συλλογή Alpha Bank, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, κ.ά.). Τέλος, στην Ισπανία σε μουσεία (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Ιμπίθα, Μουσείο Αφαιρετικής Τέχνης της Κουένκα), ιδρύματα (Ίδρυμα Juan March) και ιδιωτικές συλλογές (Pilar Citoler).

Το έργο του Περδικίδη χαρακτηρίζεται από μια διαρκή ανέλιξη, μέσα από έναν γόνιμο διάλογο με τις πρωτοποριακές εικαστικές ομάδες στην Ισπανία της εποχής («El Paso» στη Μαδρίτη, «Dau al Set» στη Βαρκελώνη). Όπως θα αναφέρει ο Κωστής Λιόντης (Καθημερινή-Επτά Ημέρες, αφιέρωμα «Οι Έλληνες στην Ισπανία», επιμ. Κωστής Λιόντης, 17/1/1999), η εικαστική του δημιουργία «παρουσιάζεται σε κύκλους. Στην αρχή εμφανίζεται στρατευμένη αλλά χωρίς αφηγηματικό χαρακτήρα. Σταδιακά, μετά το 1959, περνάει στην αφαίρεση και από το 1967, για μια δεκαετία περίπου, επανέρχεται στην παραστατική έκφραση με σαφή κοινωνικά μηνύματα. Μετά το 1980 γίνεται πάλι αφηρημένη με εξπρεσιονιστικά και κονστρουκτιβιστικά στοιχεία, προχωρώντας μάλιστα σε καθαρές κατασκευαστικές μορφές με πραγματικά αντικείμενα». Ο Περδικίδης παρέμεινε πάντα πολιτικοποιημένος, θαυμαστής του Τρότσκι, επιδιώκοντας ένα καλλιτεχνικό έργο ενταγμένο στο προοδευτικό κίνημα, ενώ εντυπωσίαζε με το παρουσιαστικό του, καθώς είχε πάνω από 2 μέτρα ύψος, το οποίο έκανε ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και τη “μάχη” που έδινε με το υλικό του όταν ζωγράφιζε, σε ένα είδος χειρονομιακής εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής που εφάρμοσε, επηρεασμένο περισσότερο από την αμορφική ζωγραφική της Γαλλίας, με την οποία είχε και μεγαλύτερη επαφή λόγω της μητρικής του γλώσσας που ήταν η γαλλική, παρά από τον αμερικανικό αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Στην Ισπανία είχε στενή επαφή με τον χαράκτη Δημήτρη Παπαγεωργίου (1928-2016) και τον Manuel Hernández Mompó (1927-1992), ενώ από το 1973 έχει στενή σχέση με τον Κρητικό ζωγράφο Βασίλη Σολιδάκη (γεν. 1948), που μαθητεύει δίπλα του στη Μαδρίτη. Στο έργο του χρησιμοποίησε λάδι, γκουάς, κάρβουνο, μολύβι, κόκκινο μολύβι, μελάνι και εργαλεία όπως ο αερογράφος, ενώ εισήγαγε συχνά υφάσματα, ξύλα ή τυπώματα και εφάρμοσε τεχνικές όπως το κολάζ και το φροτάζ. Αρχικά, στα πρώτα του εξπρεσιονιστικά βήματα στην νέα του πατρίδα, ενδιαφέρθηκε για τη μεξικανική σχολή ζωγραφικής και θαύμασε την Γκερνίκα του Πικάσο, και, ακόμα περισσότερο, τη μαύρη περίοδο της ζωγραφικής του Γκόγια. Σταδιακά, γύρω στο 1961, αφομοιώνει επιδράσεις των Millares (1926-1972), Muñoz (1929-1988), Saura (1930-1998), Canogar (γεν. 1935) και Tàpies και μέχρι τις Biennale της Βενετίας του ’64 και του ’66 οι συνθέσεις του πλουτίζουν ολοένα σε δύναμη και εκφραστικότητα (βλ. τη διατριβή του Miguel Fernández Belmonte για το έργο του, που υποστηρίχτηκε στο Α.Π.Θ. το 2016). Μετά το ’67 και τη χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα το έργο του αποκτάει και πάλι μια παραστατικότητα, θέλοντας να θίξει όσο πιο ξεκάθαρα μπορούσε το αιώνιο και δραματικά επίκαιρο τότε για την χώρα του πρόβλημα της καταπίεσης του ανθρώπου. Όπως δήλωνε (περιοδικό Αλεξίσφαιρο, Μάρτιος-Απρίλιος 1988): «Το πρόβλημα των καταπιεσμένων λαών, είναι πανανθρώπινο. Πρέπει να πάρουμε μια θέση. Μπορείς να κάνεις σ’ όλη σου τη ζωή πολιτική με τη ζωγραφική». Ο Γιάννης Ρίτσος θα γράψει για το έργο του το 1974, τονίζοντας ότι «η χρονογραφική, εφημεριδογραφική, φωτογραφική καθημερινότητα συναντάται με το αιώνιο, εξουδετερώνοντας κάθε στοιχείο ανεκδοτολογικό ή εμπρόθετο και ξεπερνώντας τον κίνδυνο του συνθηματικού ή συμβολικού». Οι Ισπανοί κριτικοί τέχνης θα εστιάσουν στο στοιχείο της επαφής του έργου του με την εποχή του, όπως ο Luis Trabazo που θα τονίσει την αυθεντική αναπαράσταση του αισθήματος άγχους μέσα από την εικαστική διαμαρτυρία που εκφράζει η ζωγραφική του. Ενώ ο Carlos Antonio Areán θα τονίσει την επαφή του έργου του με τις αρχαϊκές πηγές της πατρίδας του: «Εδώ υπάρχει ο Μίνωας και η λαβυρινθώδης αρχιτεκτονική του· η μυκηναϊκή γη, ο αέρας των αρχαϊκών Ηρακλειδών, το φως και η αστραπή και η πέτρα και η γη που πηγαίνει ως αξέχαστη πραγματικότητα στη ψυχή του ανθρώπου». Την κλασική ελληνικότητα της δομής του έργου του θα διαπιστώσουν και οι Βακαλό και Προκοπίου, καθώς και οι Μαρίνος Καλλιγάς, Χρύσανθος Χρήστου και Παρασκευή Κατημερτζή, μεταξύ άλλων. Ο ίδιος θα τονίσει σε μαρτυρία του ότι όταν πήγε στην Ισπανία είχε μαζί του τα βιβλία του Κριστιάν Ζερβού για τα κυκλαδικά και κρητικά κεραμικά, τα οποία είχαν επίδραση και στην επικράτηση της αφαιρετικής τάσης της μοντέρνας ζωγραφικής στη Γαλλία από τον μεσοπόλεμο και μετά. Η αυστηρή λιτότητα του έργου του είχε ως πηγή έμπνευσης και την επαφή του με το έργο του Μπρεχτ και την περίφημη τεχνική της αποστασιοποίησης που εκείνος καθιέρωσε, καθώς ο Περδικίδης ήταν ένας άνθρωπος του βιβλίου, έχοντας στενή επαφή με τη φιλοσοφία και τα μοντέρνα κινήματα της εποχής του, αλλά και με τη μουσική και τη φωτογραφία, που αγαπούσε εξίσου. Συνοψίζοντας, ο Περδικίδης περνάει από μια εξπρεσιονιστική αφαιρετική ζωγραφική σε μια πιο παραστατική για να καταλήξει να δώσει έμφαση στα κονστρουκτιβιστικά στοιχεία, που πάντα τον ενδιέφεραν, στην τελευταία περίοδο του έργου του. Όπως θα υπογραμμίσει ο Α. Προκοπίου (Καθημερινή, 20/10/1963), στο έργο του «παντρεύεται το πάθος της Ισπανίας με τη λογική λιτότητα της Ελλάδας». Η Ε. Βακαλό θα τονίσει με τη σειρά της («Πέρα από την αισθητική», Τα Νέα, 4/11/1966) ότι «η ευαισθησία του Περδικίδη αφήνει την αισθητική για να δεχθή τις δραματικές ριπές ενός θρησκευτικού αισθήματος». Η τελευταία παρατήρηση επιβεβαιώνεται αν συνυπολογίσει κανείς ότι ο Περδικίδης θέλησε να εκφράσει με τη ζωγραφική του το πικρό βίωμα και το τραύμα του Εμφυλίου και γι’ αυτό επέλεξε να ακολουθήσει τα ίχνη της ισπανικής κουλτούρας, η οποία χαρακτηρίζεται από το περίφημο Duende που ο Λόρκα περιέγραψε με τα παρακάτω λόγια σε ομιλία του: «Ο ερχομός του Duende προϋποθέτει πάντα μια βαθιά αλλαγή στις παλιές φόρμες. Δίνει μια αίσθηση φρεσκάδας, παντελώς άγνωστη προηγουμένως, με την ποιότητα του μόλις δημιουργημένου τριαντάφυλλου, του θαύματος. Καταφέρνει να παράγει μια σχεδόν θρησκευτική ζέση».

Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά